- επιπεδούμαι
- ἐπιπεδοῦμαι, -όομαι (Α) [επίπεδος]παθ. (για αριθμό) γίνομαι επίπεδος, τετραγωνικός («ἐπιπεδωθήσονται τετραγωνικῶς ἀναλυθέντες εἰς μονάδα», Ιάμβλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπέδωση — η (Α ἐπιπέδωσις) [επιπεδούμαι] σχηματισμός επίπεδης, ομαλής επιφάνειας, ισοπέδωση … Dictionary of Greek